- παρθενογενής
- -ές, Μαυτός που γεννήθηκε από παρθένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
παρθενογέννητος — ον, Μ παρθενογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + γεννῶ] … Dictionary of Greek
ԿՈՒՍԱԾԻՆ — (ծնի, իւ.) NBH 1 1123 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c ա. (իբր կր.) παρθενογενής, ὀ ἑκ παρθένου a virgine natus, editus. Ի կուսէ ծնեալ. կուսորդի. մակդիր սեպհական յիսուսի. *Զկուսածինն, որ ʼի կուսէն է. Դամասկ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
parthenogenic — adjective see parthenogenetic * * * ˌparthenoˈgenic, a. [Cf. Gr. παρθενογενής virgin born.] = parthenogenetic 1. So partheˈnogenous a. in same sense; partheˈnogeny = parthenogenesis. in Century Dict … Useful english dictionary